- ἐπιπίπτῃ
- ἐπιπί̱πτῃ , ἐπιπίπτωfall uponpres subj mp 2nd sgἐπιπί̱πτῃ , ἐπιπίπτωfall uponpres ind mp 2nd sgἐπιπί̱πτῃ , ἐπιπίπτωfall uponpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νύσταγμα — νύσταγμα, τὸ (Α) [νυστάζω] 1. το να νυστάζει κάποιος 2. σύντομος ή ελαφρύς ύπνος («ὅταν επιπίπτη... φόβος ἐπ ἀνθρώπους, ἐπὶ νυσταγμάτων, ἐπὶ κοίτης», ΠΔ) … Dictionary of Greek